Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τὰς Ἄλπεις

См. также в других словарях:

  • υπεραναβαίνω — ΜΑ [ἀναβαίνω] 1. ανεβαίνω πάνω από κάτι, υπερβαίνω, περνώ πάνω από κάτι («ὑπεραναβαίνειν τὰς Ἄλπεις», Ζώσιμ.) 2. υπερτερώ, υπερέχω, είμαι ανώτερος 3. φρ. «ὑπεραναβεβηκὸς κριτήριον» υπέρτατο, ανώτατο κριτήριο (Σέξτ. Εμπ.) …   Dictionary of Greek

  • μεταμόρφωση — Εξωτερική ή εσωτερική μεταβολή, αλλοίωση, μετουσίωση. (Βιολ.). Έντονη αλλαγή στη μορφή ή στη δομή ορισμένων ζώων, που συντελείται κατά τη μετεμβρυϊκή τους ανάπτυξη, προκειμένου οι οργανισμοί αυτοί να αποκτήσουν την οριστική μορφή του ώριμου ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»